ἀτελῶν

ἀτελῶν
ἀτελής
without end
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λουθηρανισμός — Η διδασκαλία του μεταρρυθμιστή της χριστιανικής θρησκείας Μαρτίνου Λούθηρου (βλ. λ.) και των μαθητών του· οι οπαδοί του λ. ονομάζονται ευαγγελικοί. Στη βάση της διδασκαλίας του Λούθηρου υπάρχει μια απαισιόδοξη ενατένιση της ανθρώπινης φύσης, που… …   Dictionary of Greek

  • δευτερομύκητες — Μύκητες των οποίων είναι γνωστή μόνο η αγενής αναπαραγωγή, δηλαδή το ατελές στάδιο, γι’ αυτό ονομάζονται και ατελείς μύκητες. Αυτό σημαίνει ότι είτε οι μύκητες αυτοί έχουν χάσει την ικανότητα εγγενούς αναπαραγωγής είτε απλώς δεν έχει παρατηρηθεί… …   Dictionary of Greek

  • ελμινθοσπόριο — το γένος ατελών μυκήτων …   Dictionary of Greek

  • ηώζωο — Μείγματα μαρμάρου και σερπεντίνη (σερπεντινασβεστίου). Έχουν σφαιρική μορφή και το μέγεθός τους δεν ξεπερνά, συνήθως, το μέγεθος του ανθρώπινου κεφαλιού. Ο ιστός τους είναι ιδιόρρυθμος και γι’ αυτό αρχικά πολλοί πίστεψαν ότι δεν ήταν τίποτα άλλο… …   Dictionary of Greek

  • θαλλοσπόριο — το αγενές σπόριο τών ατελών μυκήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thallospore < thallo (πρβλ. θαλλός) + spore (πρβλ. σπόρος)] …   Dictionary of Greek

  • θαλλός — Βλαστικό σώμα πολυάριθμων κατωτέρων φυτικών οργανισμών (φύκη, μύκητες, λειχήνες). Ονομάζονται θαλλόφυτα, σε αντίθεση με τα κορμόφυτα, στα οποία διακρίνονται σαφώς διαφοροποιημένες οι ρίζες, ο βλαστός και τα φύλλα. Η διάκριση, αν και φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • κακοκαρπία — κακοκαρπία, ἡ (AM) [κακόκαρπος] 1. κακή κατάσταση τών καρπών, παραγωγή κακών ή ατελών καρπών 2. (κατ επέκτ.) ακαρπία …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοσπόριο — το (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στους υφομύκητες και περιλαμβάνει είδη παθογόνα για τον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephalosporium < cephalo (πρβλ. κεφαλ[ό] *) + spor ium (πρβλ. σπόρ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • κλαδοσπόριο — (Cladosporium). Γένος ασκομυκήτων, το οποίο περιλαμβάνει περισσότερα από 30 είδη. Σχηματίζουν αποικίες χρώματος σκούρου πράσινου έως μαύρου που οφείλεται στην παραγωγή μίας μαύρης χρωστικής, η οποία προστατεύει το κ. από την υπεριώδη ακτινοβολία …   Dictionary of Greek

  • κολλητότριχο — το βοτ. γένος ατελών μυκήτων που παρασιτούν σε διάφορα φυτά και σχηματίζουν μελανά στρώματα που περιβάλλονται από μεταξωτά νήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colletotrichum < colleto (< κολλητός < κολλῶ) + trichum (< θρίξ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”